- αυχενικός
- η , ό[ν] , αυχένιος, ία , ον шейный;
αυχενικός σπόνδυλος — шейный позвонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυχενικός σπόνδυλος — шейный позвонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυχενικός — ή, ό αυτός που ανήκει στον αυχένα ή αναφέρεται σ αυτόν … Dictionary of Greek
αυχενικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με τον αυχένα: Οι αυχενικοί σπόνδυλοι φτάνουν ως τη βάση του κρανίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… … Dictionary of Greek
αυχένιος — αὐχένιος, α, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχένιον ο βραχίονας του πηδαλίου αρχ. ο αυχενικός … Dictionary of Greek
επιστροφέας — ο (Α ἐπιστροφεύς) ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, ο άτλας μσν. αυτός που ξαναφέρνει στην ορθή πίστη όσους απομακρύνθηκαν αρχ. μσν. αυτός που αναγκάζει κάποιον να επιστρέψει, να αλλάξει πορεία … Dictionary of Greek
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek
άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… … Dictionary of Greek
επιστροφέας — ο πληθ. είς, ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, ο άτλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)